- διανομή
- Όρος που στην οικονομία περιγράφει το σύνολο των πράξεων οι οποίες είναι αναγκαίες για την προώθηση των καταναλωτικών αγαθών από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Η διαδικασία για να φτάσουν τα αγαθά, τα προϊόντα και τα εμπορεύματα από τον τόπο παραγωγής στον καταναλωτή μπορεί να ακολουθήσει διάφορους δρόμους, που ονομάζονται οδοί (ή κυκλώματα) δ. Στο βραχύ κύκλωμα τα είδη κατανάλωσης διανύουν λιγότερα στάδια, καθώς πωλούνται από τον παραγωγό στον λιανοπωλητή ή απευθείας στον καταναλωτή. Τα κυκλώματα αυτά διαθέτουν το πλεονέκτημα να περιορίζουν σημαντικά το κόστος δ., καθώς εκμηδενίζουν το κέρδος του μεσάζοντα. Ωστόσο, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για όλα τα αγαθά κατανάλωσης (π.χ. για ευαίσθητα προϊόντα) ούτε από όλους τους παραγωγούς, γιατί απαιτούν αναζήτηση καταναλωτών ή λιανοπωλητών, η οποία προϋποθέτει, για τις μεγάλες επιχειρήσεις, εξαιρετικά περίπλοκη οργάνωση. Στο μικρό κύκλωμα τα αγαθά κατανάλωσης, πριν φτάσουν στον λιανοπωλητή και από αυτόν στον καταναλωτή, περνούν από τον χονδρέμπορο, του οποίου ο ενδιάμεσος ρόλος είναι πολύ σημαντικός (για ορισμένους τομείς απαραίτητος): εκτείνεται από την αναζήτηση των προϊόντων στον τόπο παραγωγής, έως τη μεταφορά τους στον χώρο (για να φτάσουν στην έδρα των διαδοχικών αγοραστών) και στον χρόνο (για να συμπίπτουν οι εποχές της αγοράς από τον καταναλωτή με τις εποχές της πώλησης από την παραγωγή), από την αύξηση των πωλήσεων με την ανάπτυξη της αγοράς έως τη χρηματοδότηση (με το άνοιγμα πιστώσεων στους αγοραστές και πληρωμή προκαταβολών στους πωλητές).
Στο τέλος καθενός από αυτούς τους κύκλους δ. το προϊόν προσφέρεται στον καταναλωτή. Ωστόσο, και γι’ αυτή την τελική φάση μπορεί να υπάρχουν πολλές λύσεις. Πλάι στις καθιερωμένες μορφές λιανικού εμπορίου, που συνίστανται σε μεγάλο μέρος από ιδιωτικά καταστήματα μετρίων διαστάσεων, υπάρχουν και διαρκώς πολλαπλασιάζονται νέοι τύποι καταστημάτων της λεγόμενης μεγάλης διανομής.
Οι γνωστότερες μορφές είναι τα πολυκαταστήματα, τα σούπερ μάρκετ και τα δίκτυα καταστημάτων. Άλλες μορφές μεγάλης δ., που συνδέονται με προβλήματα πολεοδομίας ή δημιουργούνται από την αναπτυσσόμενη οικονομική οργάνωση μιας κοινωνίας, είναι οι πωλήσεις μέσω καταλόγου, μέσω Ίντερνετ, τα εμπορικά κέντρα και τα discount houses (πωλήσεις με δόσεις).
δ.κοινών πραγμάτων. Νομικός όρος που διακρίνεται στην εξώδικη (όταν συμφωνούν οι ενδιαφερόμενοι) και στη δικαστική (όταν διαφωνούν για το αν πρέπει να γίνει η δ. ή για τον καθορισμό των μερίδων του καθένα) δ. κοινών πραγμάτων. Εξάλλου η δ. κοινών πραγμάτων διακρίνεται σε αυτούσια, δηλαδή σε μοίρασμα των ίδιων των πραγμάτων σε ίσες μερίδες αν είναι δυνατή και συμφέρουσα, ή σε δ. του προϊόντος του πλειστηριασμού αν αυτό καταλήξει σε εκποίηση. Ο Κ.Π.Δ. προβλέπει ειδική λεπτομερειακή διαδικασία για τη δ. Βασικός στόχος της διαδικασίας αυτής είναι η συμμετοχή και οι δικαιότεροι όροι για κάθε κοινωνό, χωρίς βλάβη, όσο είναι δυνατόν, της οικονομικής και κοινωνικής λειτουργίας του κοινού. Ιδιαίτερα ρυθμίζεται η δ. εμπορικής, βιομηχανικής, βιοτεχνικής, μεταλλευτικής, γεωργικής, κτηνοτροφικής ή άλλης επιχείρησης που αποτελεί οικονομικό σύνολο, οπότε παρέχεται η ευχέρεια στο δικαστήριο, μετά από αίτηση κάποιου από τους κοινωνούς, να επιδικάσει ολόκληρη την προς δ. επιχείρηση σε αυτόν που τη ζητεί, υποχρεώνοντάς τον να καταβάλει στους άλλους χρηματικό ποσό ίσο με την αγοραία αξία της επιχείρησης αυτής.
1) φίλτρο· 2) χειροκίνητη αντλία· 3) μοχλός της χειροκίνητης αντλίας· 4) ηλεκτρικός κινητήρας· 5) ηλεκτροκίνητη αντλία· 6) βαλβίδα παράκαμψης· 7) βαλβίδα ανακοπής· 8) θάλαμος απαέρωσης· 9) βαλβίδα με πλωτήρα· 10) σωληνίσκος απαέρωσης· 11) συσκευή εναντίον πυρκαγιάς· 12) βαλβίδα αντίθετης πίεσης· 13) εφεδρικό φίλτρο· 14) μετρητής καυσίμων· 15) υπολογιστική κεφαλή· 16) εύκαμπτος σωλήνας· 17) κρουνός εξόδου· 18) επιστροφή των καυσίμων στην αντλία.
* * *η (AM διανομή) [διανέμω]μοίρασμα, μοιρασιά, κατανομήνεοελλ.1. ο τόπος όπου διενεργείται η διανομή2. υπηρεσία διανομής3. διάθεση ηλεκτρικής ενέργειας ή φωταερίου, νερού κ.λπ. στους καταναλωτές μέσω σχετικού δικτύουαρχ.1. χωρισμός σε μέρη2. διοίκηση3. παροχή δώρων ή βοηθημάτων4. διάκριση (αξιωμάτων, αντιλήψεων, προσώπων).
Dictionary of Greek. 2013.